Τον Σεπτέμβριο του 2012 οι ψηφοφόροι της του καντονιού της Βέρνης, στην Ελβετία, κλήθηκαν σε δημοψήφισμα για να αποφασίσουν αν θα καταργήσουν ή όχι ...
Τον Σεπτέμβριο του 2012 οι ψηφοφόροι της του καντονιού της Βέρνης, στην Ελβετία, κλήθηκαν σε δημοψήφισμα για να αποφασίσουν αν θα καταργήσουν ή όχι την ειδική φορολογική μεταχείριση πλουσίων αλλοδαπών. Ήδη το καντόνι της Ζυρίχης είχε καταργήσει από το 2009 τα εν λόγω φορολογικά προνόμια, ενώ δύο καντόνια ακόμη έλαβαν την ίδια απόφαση εντός του 2012.
Η ευνοϊκή φορολογική αντιμετώπιση των ευκατάστατων ξένων που επέλεγαν να διαμείνουν για έξι μήνες το χρόνο στο καντόνι της Βέρνης, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δημοφιλές χειμερινό θέρετρο του Γκστάαντ όπου έχει δημιουργηθεί και μία «ελληνική αποικία» από γνωστές οικογένειες που περνούν κυρίως τις χριστουγεννιάτικες γιορτές εκεί, τους έδινε την εξής δυνατότητα: να πληρώνουν ένα κατ’ αποκοπή ποσό ως φόρο, το οποίο υπολογιζόταν με βάση τα έξοδα διαβίωσής τους. Ο υπολογισμός αυτός γινόταν από τις φορολογικές αρχές του καντονιού, οι οποίες έβγαζαν και τον «λογαριασμό».
Οι ψηφοφόροι ήταν διχασμένοι. Από τη μία πλευρά υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι αυτού του είδους η αντιμετώπιση είναι άδικη και ενισχύει την φοροαποφυγή. Από την άλλοι ήταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι αν καταργηθούν τα φορολογικά προνόμια οι πλούσιοι ξένοι θα μεταναστεύσουν προς άλλες χώρες, όπως το Λίχτενσταϊν ή η Μεγάλη Βρετανία, όπου υπάρχει επίσης ευνοϊκή αντιμετώπιση, παίρνοντας μαζί τους τα χρήματά τους.
Στα πλαίσια αυτού του «διχασμού» το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε ξεκινήσει αγώνα υπέρ της κατάργησης των φορολογικών προνομίων. Ένα από τα πράγματα που ακούστηκαν τότε μέχρι και την Ελλάδα ήταν ότι «στο Γκστάαντ, βρίσκουμε δεκατρείς ελληνικές οικογένειες πολυεκατομυριούχων, που πληρώνουν εξευτελιστικούς φόρους. Είναι σκάνδαλο». Η συγκεκριμένη δήλωση, δια στόματος της σοσιαλίστριας βουλευτού Μάργκρετ Κίνερ Νέλεν, δημοσιεύθηκε στην ελβετική εφημερίδα Le Matin, αναπαράχθηκε στην γαλλική Journal du Dimanche, και από εκεί σε αρκετά ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Την ίδια ημέρα εκείνου του Σεπτεμβρίου, εκτός από το καντόνι της Βέρνης, δημοψήφισμα διεξαγόταν και στο καντόνι της Βασιλείας. Ο τίτλος του ήταν: «Για να τελειώσουν τα φορολογικά προνόμια» – και όντως τελείωσαν, με το 61,5% των πολιτών να ψηφίζει την κατάργησή τους. Αντίθετα, στην Βέρνη, όπου ο τίτλος του δημοψηφίσματος ήταν «Δίκαιη και ισότιμη φορολόγηση για τις οικογένειες», τα φορολογικά προνόμια των πλούσιων ξένων δεν τελείωσαν: το 66,5% των ψηφοφόρων τάχθηκε υπέρ της συνέχισης του τότε ισχύοντος καθεστώτος.
Παράλληλα με τον αγώνα της για την κατάργηση της ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης, η Μάργκρετ Κίνερ Νέλεν ξεκίνησε το 2012 και έναν ακόμα αγώνα: να αποκτήσει πρόσβαση στα φορολογικά στοιχεία μεγιστάνων του Γκστάαντ που πλήρωναν φόρους στο καντόνι της Βέρνης. Έξι χρόνια μετά, με δίκες που οδήγησαν μέχρι και το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας, η Νέλεν κατάφερε να πάρει τα στοιχεία βασιζόμενη σε έναν νόμο του καντονιού, βάσει του οποίου τα φορολογικά στοιχεία –κατά την περίοδο που η βουλευτής έκανε το αίτημα να τα λάβει- θεωρούνταν δημοσίως προσβάσιμα.
Το καντόνι της Βέρνης επιχείρησε να θέσει νομικά κωλύματα στην προσπάθειά της, υποβάλλοντας δεκάδες σελίδες αναφορών στα δικαστήρια και επαναλαμβάνοντας, ανάμεσα σε άλλα, το επιχείρημα ότι οι πολυεκατομμυριούχοι θα ήταν εκτεθειμένοι σε παρενόχληση από δημοσιογράφους εάν θα γίνονταν γνωστά τα στοιχεία. Όμως η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ήταν σαφής: «Tο φορολογικό μητρώο ήταν άνευ όρων δημόσιο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης (…) Υπάρχει επαρκές δημόσιο συμφέρον για τη δημοσιότητα του φορολογικού μητρώου. Το κοινό συνέχιζε να αποδίδει μεγάλη σημασία στο ενδιαφέρον για διαφάνεια σε φορολογικά ζητήματα».
Την ίδια περίοδο η ομάδα δημοσιογράφων- ερευνητών του ελβετικού ομίλου μέσων ενημέρωσης Tamedia έλαβε επίσημα στοιχεία φορολογούμενων του Γκστάαντ και τα ανέλυσε σε συνεργασία με δημοσιογράφους από την γερμανική εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung και το Protagon. Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν για πρώτη φορά πώς το καντόνι της Βέρνης, μην εφαρμόζοντας οδηγίες που είχαν δοθεί από τις ελβετικές ομοσπονδιακές αρχές, φορολογούσε πλούσιους ξένους όχι με βάση τα έξοδα διαβίωσής τους στην Ελβετία και στο εξωτερικό όπως θα έπρεπε, αλλά μόνο στην Ελβετία, με αποτέλεσμα ιδιαίτερα ευνοϊκό για τους φορολογούμενους. Ανάμεσα στα στοιχεία που έλαβαν οι δημοσιογράφοι ήταν και αυτά πλούσιων Ελλήνων.
Από αυτά προκύπτει ότι ο Θεόδωρος και η Γιάννα Αγγελοπούλου την περίοδο 2008 – 2011 πλήρωναν στη Βέρνη φόρους περίπου 500.000 ελβετικών φράγκα τον χρόνο (σήμερα 450.000 ευρώ). Σχεδόν με τους ίδιους φόρους επιβαρύνονταν την ίδια περίοδο και ο γάλλος βασιλιάς του ζαχαροκάλαμου Ζαν Κλοντ Μιμράν αλλά και ο βασιλιάς της Φόρμουλα 1 Μπέρνι Έκλεστον.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πλήρωναν φόρους σε άλλες χώρες ανά την υφήλιο. Όμως, αυτοί που φορολογούνται κατ’ αποκοπήν στη Βέρνη μπορούν να διατηρήσουν τους φόρους τους εκτός Ελβετίας σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα απλώς μεταφέροντας την κύρια φορολογική έδρα τους στο Γκστάαντ. Βάσει των φορολογικών στοιχείων είναι πλέον σαφές για πρώτη φορά πόσα ένας πολυεκατομμυριούχος θα έπρεπε να πληρώσει στη Βέρνη. Για κάποιον που έχει ένα δισεκατομμύριο, 500.000 ελβετικά φράγκα σε φόρους αντιστοιχούν στο 0,025% των περιουσιακών του στοιχείων. Συγκριτικά, ένας Ελβετός με εισόδημα 80.000 φράγκα και περιουσία 100.000 φράγκων θα έπρεπε να πληρώσει περίπου 10.000 ελβετικά φράγκα στο Γκστάαντ, δηλαδή το 10% των περιουσιακών του στοιχείων.
Η μεγάλη αυτή ανισότητα οφείλεται στον κατ’ αποκοπήν φόρο για τους πλούσιους αλλοδαπούς, τον οποίον οι ψηφοφόροι της Βέρνης δεν θέλησαν να καταργήσουν στο δημοψήφισμα του 2012. Ο συγκεκριμένος φόρος υπολογίζεται με βάση τα ετήσια έξοδα διαβίωσης από τις φορολογικές αρχές του καντονιού.
Όπως προέκυψε από την δημοσιογραφική έρευνα, ήδη από το 1993 η Ελβετική Ομοσπονδιακή Φορολογική Διοίκηση έχει εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για το θέμα του κατ’ αποκοπήν φόρου, ο οποίος θα έπρεπε να υπολογίζεται με βάση το κόστος ζωής του φορολογούμενου «εντός και εκτός Ελβετίας» – δηλαδή κάτι σαν «παγκόσμια έξοδα διαβίωσης». Τα έξοδα αυτά, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες, θα έπρεπε να αφορούν και ταξίδια, χρήση ιδιωτικών αεροπλάνων, θαλαμηγών κλπ.
Στην περίπτωση του ζεύγους Αγγελόπουλου, τα έξοδα διαβίωσης την περίοδο 2008-2011 ανέρχονταν σε εκατομμύρια ελβετικά φράγκα κατ’ έτος, σύμφωνα με τα επίσημα φορολογικά στοιχεία. Ελαφρώς λιγότερα ήταν και για τους Έκλεστον και Μιμράν. Από αυτές τις δαπάνες προέκυψαν οι φόροι των 500.000 φράγκων.
Όπως φαίνεται, στον υπολογισμό των εξόδων διαβίωσης μάλλον δεν ελήφθησαν υπόψη οι κατευθυντήριες της κεντρικής φορολογικής διοίκησης. Ένα παράδειγμα είναι το Alfa Nero, το σκάφος του ζεύγους Αγγελόπουλου για το οποίο η πρώτη αγγελία πώλησης δημοσιεύθηκε στα τέλη του 2009 αλλά τελικά πουλήθηκε το 2011. Η αξία του σκάφους εκτιμάτο στα 130 εκατομμύρια ευρώ, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες δόθηκε για περίπου 100 εκατομμύρια. Από την πλευρά του ο Εκλεστον είχε το σκάφος Petara, η αξία του οποίου έφτανε τα 40 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με ειδικούς, ο βασικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα για ένα σκάφος, συμπεριλαμβανομένου του πληρώματος, της συντήρησης, των καυσίμων, των τελών ελλιμενισμού κλπ. μπορούν να φτάσουν έως και το 10% της αξίας του. Δεδομένων αυτών των εξόδων, οι φορολογικές αρχές του καντονιού της Βέρνης φαίνεται ότι είχε βάλει πολύ χαμηλά τον πήχη του κατ’ αποκοπή φόρου. Εάν πχ χρειάζονταν 10 εκατομμύρια ευρώ για τη συντήρηση μόνο ενός σκάφους, πώς οι φορολογικές αρχές φορολογούσαν βάσει εξόδων διαβίωσης ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ;
Σημειωτέον ότι οι θαλαμηγοί ήταν μόνο η μία από τις 19 παραμέτρους που αναφέρονταν στις κατευθυντήριες γραμμές της κεντρικής φορολογικής αρχής. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και οι offshore εταιρείες: όπως εξηγούν ειδικοί, ένας ακόμα κανόνας είναι η κατοχή των θαλαμηγών από υπεράκτιες εταιρείες ώστε τα έξοδα αλλά και τα έσοδά τους να μην συνδέονται απευθείας με τα φυσικά πρόσωπα. Σε αυτή την περίπτωση, οι δαπάνες τους δεν θα υπολογίζονταν από τους ελβετούς εφόρους.
Σε ερωτήματα που απηύθηνε η δημοσιογραφική ομάδα του ομίλου Tamedia προς τις φορολογικές υπηρεσίες Βέρνης, η απάντηση ήταν ότι δεν ήθελαν να σχολιάσουν μεμονωμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, ανέφεραν ότι ελέγχουν τα έξοδα διαβίωσης εντός και εκτός Ελβετίας και ότι ζητήθηκαν στοιχεία και για σκάφη αναψυχής. Από τα ποσά όμως που περιλαμβάνονται στα στοιχεία της περιόδου 2008-2011 φαίνεται ότι προφανώς υπολογίστηκαν δαπάνες διαβίωσης μόνο εντός της Ελβετίας και όχι για τη συντήρηση σκαφών, πολυτελών κατοικιών και αυτοκινήτων εκτός της χώρας – και σε αυτό συμφωνούν εμπειρογνώμονες που προσέγγισε η ερευνητική ομάδα της Tamedia.
Παρά το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε από το 1993 διευκρινίσει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη οι παγκόσμιες δαπάνες για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή φόρου, μερικά καντόνια –ανάμεσά τους και αυτό της Βέρνης- ερμήνευαν ότι οι κατευθυντήριες αφορούσαν τα έξοδα διαβίωσης εντός της χώρας, υπέρ των πλουσίων αλλοδαπών που φορολογούνταν κατ’ αποκοπήν.
Το 2011 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενημέρωσε ξανά ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα εντός και εκτός Ελβετίας. Η ενημέρωση αυτή εξελίχθηκε σε ομοσπονδιακό νόμο που τέθηκε σε ισχύ το 2016, όπου αναφέρεται ρητά ότι θα πρέπει να υπολογίζονται οι παγκόσμιες δαπάνες διαβίωσης. Όμως και ο νόμος αυτός περιλαμβάνει πενταετή μεταβατική περίοδο, κατά την οποία o κατ’ αποκοπή φόρος μπορεί να εξετάζεται με σχετική χαλαρότητα. Έτσι, σε περίπτωση που οι φορολογικές αρχές θέλουν να συνεχίσουν να είναι φιλικές προς τους πολυεκατομμυριούχους, μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν μέχρι και το 2021…