Πρώτα μάς υπέβαλε σε ψυχρολουσία με την εκτίμησή της ότι, αν συνεχίσουμε με την κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς δραστικές παρεμβάσεις, θα χρειαστούν 20 χρόνια ...
Πρώτα μάς υπέβαλε σε ψυχρολουσία με την εκτίμησή της ότι, αν συνεχίσουμε με την κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς δραστικές παρεμβάσεις, θα χρειαστούν 20 χρόνια για να επιστρέψουμε στο ΑΕΠ του 2008. Μετά, μας σόκαρε με την πρότασή της να καθιερωθεί ενιαία σύνταξη 700 ευρώ για όλους και να καταργηθούν οι συντάξεις κάτω από τα 67 χρόνια, προκειμένου να εξοικονομηθούν 16,4 δισ. ευρώ και να χρηματοδοτηθεί έτσι η πλήρης κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Στη συνέχεια, μας εξέπληξε προτείνοντας ως κλάδους για προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων την αεροναυπηγική, τη ναυπηγική και την κατασκευή μηχανημάτων.
Το σίγουρο είναι πως η μελέτη της γνωστής εταιρείας οικονομικών μελετών και αναλύσεων IHS Markit (μεταξύ άλλων, βγάζει τον δείκτη υπευθύνων προμηθειών PMI) για το πώς η Ελλάδα θα μπορέσει να πετύχει βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία έγινε για λογαριασμό της Global Citizen Foundation και παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη την περασμένη Τετάρτη, ξέφυγε από την πεπατημένη, τάραξε τα νερά και μας έβαλε σε σκέψεις.
Ζητήσαμε από την επικεφαλής οικονομολόγο για τα διεθνή οικονομικά της IHS Markit Ελίζαμπεθ Βέλμπρεκ - Ρότσα, υπεύθυνη για τη μελέτη, να μας εξηγήσει, σε συνέντευξή της στην «Κ», το σκεπτικό πίσω από τις ρηξικέλευθες και ενίοτε αμφιλεγόμενες προτάσεις της. Και πρώτα απ’ όλα για την ενιαία σύνταξη των 700 ευρώ.
«Η μείωση στις συντάξεις είναι απαραίτητη», μας είπε, από τη στιγμή που επικεντρώνεσαι στην κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για την τόνωση της ανάπτυξης. «Αν εξετάσει κανείς τις δαπάνες του ελληνικού κράτους, οι μεγαλύτερες με διαφορά είναι οι συνταξιοδοτικές. Ακόμη και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων που σε άλλες χώρες είναι η μεγαλύτερη δαπάνη, στην Ελλάδα είναι 11% του ΑΕΠ, μικρή σε σχέση με τις συντάξεις».
Παρ’ όλα αυτά, είναι επώδυνο και άδικο για όσους έχουν πληρώσει υψηλές εισφορές, ενώ άλλοι δεν πλήρωσαν καθόλου, της αντιτείναμε. Μας εξήγησε ότι «πρόκειται για άσκηση», ένα απλό μοντέλο από τη στιγμή που η εταιρεία δεν διαθέτει λεπτομερή στοιχεία για τις συντάξεις και ίσως θα μπορούσε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος για να καταλήξει κανείς στο ίδιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Το ζητούμενο πάντως είναι να αντισταθμιστεί το υψηλό κόστος της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών (21,6 δισ. ευρώ).
Σημειώνεται ότι ανάλογη πρόταση έχει διατυπώσει στο παρελθόν ο Στέφανος Μάνος, που συνεισέφερε στη μελέτη της IHS Markit. O γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, πάντως, στην εκδήλωση για την παρουσίαση της μελέτης αναρωτήθηκε «τι θα πει ο δικαστής» που θα κληθεί να αποφασίσει για τη μείωση της σύνταξής του στα 700 ευρώ, ενώ έχει πληρώσει υψηλές εισφορές.
«Επικεντρωθήκαμε στις εισφορές, αφού πρώτα εξετάσαμε πόσο θα κοστίσει και τι αποτέλεσμα θα έχει η μείωση του ΦΠΑ, του φόρου εισοδήματος και του εταιρικού φόρου», είπε η κ. Βέλμπρεκ - Ρότσα. "Διαπιστώσαμε ότι η ώθηση στην οικονομία, αν κοπούν οι τρεις αυτοί φόροι, δεν είναι επαρκής, είτε επειδή η βάση είναι χαμηλή είτε επειδή θα προκαλέσουν αύξηση των εισαγωγών και απώλειες στις αποταμιεύσεις. Αντιθέτως, αν μειώσεις τις εισφορές, το θετικό αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερο, καθώς αυξάνεις το εισόδημα των εργαζομένων και μειώνεις το κόστος των εργοδοτών, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα. Αυτό, όμως, κοστίζει πάνω από 20 δισ. και πρέπει να αντισταθμιστεί με κάποιον τρόπο».
Για τους φόρους, η κ. Βέλμπρεκ - Ρότσα λέει ότι στην Ελλάδα «είναι μεταξύ των υψηλοτέρων, αλλά όχι οι υψηλότεροι στην Ευρώπη». Σημειώνει ωστόσο ότι, όσο αυξάνονται, τόσο μειώνεται η εισπραξιμότητά τους, ότι «κάποιοι δεν μπορούν να αποφύγουν την πληρωμή τους, αλλά υπάρχουν πολλοί που μπορούν». Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη προτείνει ενιαίο συντελεστή 20% για τον ΦΠΑ, τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων και τα εταιρικά κέρδη.
Πενταετής φοροαπαλλαγή για νέες επενδύσεις
Oύτε η μείωση φόρων ούτε ακόμη και η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών, με κάλυψη του κόστους τους μέσω μείωσης των συντάξεων, είναι αρκετές για την τόνωση της ανάπτυξης με βιώσιμο τρόπο, σύμφωνα με τη μελέτη της Markit.
Δεδομένης της έλλειψης τραπεζικής χρηματοδότησης και του προσανατολισμού της πλειονότητας των ελληνικών βιομηχανιών στην εγχώρια αγορά, η κ. Βέλμπρεκ -Ρότσα υποστηρίζει ότι «κάτι πρέπει να γίνει για να επιταχύνουμε την οικονομική μεταμόρφωση και την επιστροφή της Ελλάδας σε βιώσιμο δρόμο». Αυτό το κάτι είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Με πρόσθετες άμεσες ξένες επενδύσεις 2 δισ. ευρώ τον χρόνο –σε συνδυασμό με τα δημοσιονομικά μέτρα–, η μελέτη εκτιμά ότι η ανάπτυξη μπορεί να επιταχυνθεί έτσι ώστε να φτάσει το ΑΕΠ στο επίπεδο του 2008 σε λιγότερο από 10 χρόνια.
Στο σχόλιό μας ότι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων «είναι μια θλιβερή ιστορία για την Ελλάδα», απαντά ότι αυτό συμβαίνει επειδή η χώρα έχει «παράδοση αλλαγών στις κατευθύνσεις πολιτικής, όχι επαρκείς εγγυήσεις στους ξένους επενδυτές για τα επόμενα 10-15 χρόνια για το δημοσιονομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο και ίσως δεν υπήρξε ενεργή αναζήτηση ξένων επενδυτών».
Η ίδια προτείνει ως πρώτο μέτρο τη φορολογική απαλλαγή για νέες επενδύσεις για 5 χρόνια, καθώς επίσης και ένα σταθερό δημοσιονομικό περιβάλλον, επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και ολοκλήρωση του κτηματολογίου.
Εκφράζει βεβαιότητα για την επιλογή των μελετητών –ως κλάδων προτεραιότητας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων– την αεροναυπηγική, τη ναυπηγική (σκαφών αναψυχής και κρουαζιεροπλοίων) και την κατασκευή μηχανημάτων. «Επικεντρωθήκαμε σε βιομηχανίες που χρειάζονται επιπλέον επενδύσεις στην Ευρώπη, για τις οποίες υπάρχει ζήτηση διεθνώς», λέει.
Επιπλέον, «το κλειδί είναι να προκληθεί η ανάπτυξη άλλων κλάδων, διασυνδεδεμένων με αυτές». Σημειώνει επίσης ότι κάποιες από τις προτεινόμενες δραστηριότητες υπήρχαν ή και υπάρχουν ακόμη στην Ελλάδα και άρα υπάρχουν δεξιότητες. Εξηγεί ότι ο τουρισμός είναι ήδη πολύ ανεπτυγμένος και δεν οδηγεί στην ανάπτυξη άλλων κλάδων, ενώ η πορεία του είναι υψηλού κινδύνου. Αντίστοιχα, η αγροτική βιομηχανία δεν έχει μεγάλη προστιθέμενη αξία. «Επομένως, ναι, είναι κάτι καινούργιο, αλλά έτσι μεταμορφώνεται η οικονομία, αλλιώς εξαρτάσαι πάντα από αυτούς τους δύο κλάδους», υποστηρίζει.
Βλέπει κινδύνους για την Ελλάδα μετά την έξοδο από το μνημόνιο; τη ρωτήσαμε. Απαντά προσεκτικά ότι «το τραπεζικό σύστημα είναι ακόμη εύθραυστο» και «χρειάζονται να γίνουν πολλά ακόμη για να αποφευχθεί η επιστροφή σε μια χρηματοοικονομική κρίση». Δεύτερος κίνδυνος είναι η οπισθοχώρηση στις μεταρρυθμίσεις, ενόψει εκλογών.
Μακροπρόθεσμα είναι το δημογραφικό και η μετανάστευση που πρέπει να αντιστραφούν. Φυσικά, υπάρχουν και οι εξωτερικοί κίνδυνοι.
Για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9%, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα, είπε ότι «σαφώς η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί σημαντικά και είναι λογικό κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες αρχίσουν να βελτιώνονται, όπως τώρα, να επωφεληθούν, ιδίως οι χαμηλόμισθοι». Προσθέτει όμως ότι «σε μία δόση, το ποσοστό είναι μεγάλο. Γιατί οι επιχειρήσεις πρέπει να πληρώσουν. Επομένως θα υπάρξουν πιθανώς επιπτώσεις στις νέες προσλήψεις, αλλά και μεγαλύτερη ζήτηση στο προσωπικό να αυξήσει την παραγωγικότητα».