«Τα καΐκια που πληγώναμε» είναι μια εικαστική έκθεση που διοργανώνει η Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά σε συνεργασία με το Δίκτυο καλλιτεχνών «Ορίζοντας Γεγονότων». Ο τίτλος της έκθεσης έκανε καλά τη δουλειά του- «πληγώνουμε τα καΐκια στην Ελλάδα;» αναρωτήθηκα αντανακλαστικά. Πως το κάνουμε αυτό; Και γιατί;
Επικοινώνησα με τον Σύνδεσμο Παραδοσιακών Σκαφών και μίλησα με την αντιπρόεδρο, κυρία Αννίκα Μπαρμπαρίγου. Συμπυκνώνοντας την πρώτη αυτή τηλέφωνική μας επικοινωνία, σημειώνω επιγραμματικά: από το 1991 στην Ελλάδα καταστρέφονται συστηματικά, μαζικά, τα καΐκια και τα παραδοσιακά ξύλινα σκάφη, βάσει ντιρεκτίβας της Ε.Ε.. Η καταστροφή τους, το «κόψιμό» τους όπως λέγεται, επιδοτείται με ποσά σημαντικά μεγαλύτερα της αξίας τους στην αγορά. Ο Σύνδεσμος Παραδοσιακών Σκαφών υπολογίζει ότι αυτά τα τελευταία χρόνια, περίπου 12.500 τέτοια ξύλινα σκαριά έχουν «κοπεί».
Κλείνω το τηλέφωνο και μου έρχεται στο νου το «ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ», το καϊκι του παππού μου, το τελευταίο εμπορικό καΐκι της Ικαρίας. Μόνο σε φωτογραφίες το έχω δει. Όμως, με το ξύλινο βαρκάκι που το συνόδευε πάντα για να διασώσει το πλήρωμα σε μεγάλη ανάγκη- την «υπηρέτριά» του όπως λένε οι ναυτικοί αυτές τις βαρκούλες- έχω κάνει αρκετά αξέχαστα ψαρέματα, πριν σπάσει κι αυτό σε μια φυσική καταστροφή. Το κλάψαμε σχεδόν. Το καΐκι είχε φύγει από την οικογένεια πολλά χρόνια πριν- το ’73 ο παππούς το πούλησε, «σε καλά χέρια πήγε», έλεγε. Μικρό καραβόσκαρο, 13 μ., 20 τόνοι φορτίο, ναυπηγημένο το ’47 στη Σάμο, για δυο χρόνια αρμένιζε μόνο με το πανί, ιστιοφόρο. Μετά μπήκε η μηχανή, έκανε (μετά)μόσχευση «καρδιάς».
Είκοσι πέντε χρόνια μετέφερε εμπορεύματα από και προς την Ικαριά, απ’ τα άλλα νησιά και την Αττική. Ταξίδευε με τα αστέρια και την πυξίδα- ο πατέρας μου ξέρει ακόμα κάθε βραχονησίδα του Αιγαίου. Αυτό το ίδιο πέλαγος που οι περισσότεροι Έλληνες διασχίζουμε «τυφλά», σαν ξένοι επισκέπτες του καλοκαιριού συνήθως, αυτοί το ήξεραν σαν την παλάμη τους, σαν την αυλή τους. Και πόσες ιστορίες κουβαλάνε για φουρτούνες που καπακώναν το καϊκάκι μεσοπέλαγα, για προσευχές μπλεγμένες με βρισίδια μέχρι να δέσουνε σ’ έναν απάνεμο ορμίσκο. Κάποτε νομίζαμε ότι είχε γίνει ναυτικό μουσείο το καΐκι- πριν δυο χρόνια μάθαμε ότι βυθίστηκε εγκαταλειμμένο στο λιμανάκι ενός ακριτικού νησιού.
Δεν το «έκοψαν» τουλάχιστον. Αναφέρω την περίπτωσή του, όχι με διάθεση επιμνημόσυνης δέησης, αλλά σαν απτή υπόμνηση της ναυτικής παράδοσης και μνήμης που ενυπάρχει στην ελληνική κοινωνία, διαχρονικά, διαστρωματικά ριζωμένη. Ο παππούς, απόφοιτος δημοτικού, με αυτό το πλεούμενο μεγάλωσε και σπούδασε έξι παιδιά- τέτοια είναι η συμβολή των παραδοσιακών ξύλινων σκαφών της Ελλάδας στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας.
Εγγραφείτε και ακολουθήστε CULTURE
Διαβάστε τις σημαντικότερες ειδήσεις της ημέρας και τις πιο ενδιαφέρουσες απόψεις στο e-mail σας. Μάθετε Περισσότερα
«Δεν ξέρουμε πόσα έχουν απομείνει», μου λέει η κυρία Μπαρμπαρίγου λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης στο περικαλλές κτήριο της Δημοτικής Πινακοθήκης του Πειραιά. «Δεν είναι ποσοτικό το ζήτημα άλλωστε, καθένα από αυτά τα σκάφη είναι μοναδικό γιατί είναι χειροποίητα σαν έργα τέχνης, φτιαγμένα από καλλιτέχνες καραβομαραγκούς, που σιγά σιγά κι αυτοί εξαφανίζονται. Και τα σχέδια ενός σκάφους να έχεις, δεν μπορείς να το αναπαράγεις ακριβώς», συνεχίζει η ίδια.