Κυκλοφόρησε το 46ο τεύχος (Δεκέμβριος 2017) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος στο οποίο περιλαμβάνονται τέσσερις μελέτες:
Δημήτριος Λούζης: “Οι μακροοικονομικές επιδράσεις των μη συμβατικών μορφών νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ με χρήση μη γραμμικών υποδειγμάτων”
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η ΕΚΤ έχει εξαγγείλει και υλοποιήσει μια σειρά μέτρων μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής (ΜΣΝΠ), τα οποία στοχεύουν στην άρση των δυσλειτουργιών των αγορών χρήματος και κεφαλαίων, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και η απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η μελέτη παρουσιάζει συνοπτικά τις παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων ΜΣΝΠ από το 2008 έως και το 2016 και εξετάζει την αποτελεσματικότητά τους ως προς την τόνωση της οικονομίας της ευρωζώνης. Πιο συγκεκριμένα, διερευνά την επίδραση μιας αύξησης του ενεργητικού της ΕΚΤ, η οποία αντιπροσωπεύει ένα θετικό σοκ ΜΣΝΠ, στο επίπεδο του πραγματικού εισοδήματος (ΑΕΠ) και στο επίπεδο των τιμών στη ζώνη του ευρώ.
Η οικονομετρική διερεύνηση στηρίζεται σε μη γραμμικά υποδείγματα με χρονικά μεταβαλλόμενες παραμέτρους. Ειδικότερα, χρησιμοποιείται ένα διαρθρωτικό διανυσματικό αυτοπαλίνδρομο (structural VAR) υπόδειγμα, στο οποίο τόσο οι παράμετροι όσο και η μεταβλητότητα των καταλοίπων μεταβάλλονται στο χρόνο.
Τα υποδείγματα αυτού του τύπου είναι αρκετά ευέλικτα και έχουν την ικανότητα να λαμβάνουν υπόψη τις διαρθρωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην οικονομία της ευρωζώνης κατά την υπό εξέταση περίοδο. Για την ταυτοποίηση των σοκ ΜΣΝΠ χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές το ενεργητικό της ΕΚΤ και ένας δείκτης τεκμαιρόμενης μεταβλητότητας (implied volatility) μετοχών της ευρωζώνης, ο οποίος συνοψίζει τις γενικότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες της οικονομίας.
Τα εμπειρικά ευρήματα της μελέτης συνάδουν με τα ευρήματα της μέχρι τώρα βιβλιογραφίας. Πιο συγκεκριμένα, από τη μελέτη προκύπτει ότι μια αύξηση του ενεργητικού της ΕΚΤ κατά 1% θα μπορούσε να οδηγήσει κατά μέσο όρο την περίοδο 2007-2016 σε αύξηση του πληθωρισμού κατά 0,84% και του ΑΕΠ κατά 0,96%, σε ετήσια βάση, καταδεικνύοντας την ορθότητα των πολιτικών της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη.
Το σημαντικότερο όμως εύρημα της μελέτης είναι ότι η μακροοικονομική επίδραση ενός σοκ ΜΣΝΠ έχει μεταβληθεί σημαντικά με την υιοθέτηση πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από την ΕΚΤ. Ειδικότερα, από τα μέσα του 2014 έως και το τέλος του 2016 ένα εξωγενές σοκ ΜΣΝΠ, που επιφέρει αύξηση του ενεργητικού της ΕΚΤ κατά 1%, θα μπορούσε να οδηγήσει κατά μέσο όρο σε αύξηση 1,56% και 1,92% του επιπέδου των τιμών και του ΑΕΠ, σε ετήσια βάση, αντίστοιχα. Τα ποσοστά αυτά είναι περίπου διπλάσια του αντίστοιχου μέσου όρου της περιόδου 2007-2014 και δείχνουν τη θετική συμβολή των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης στην τόνωση της οικονομίας της ζώνης του ευρώ.
Τα εμπειρικά αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν την επιτυχία της γενικότερης στρατηγικής παρεμβάσεων μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Σε αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά η διεύρυνση του προγράμματος αγοράς τίτλων, καθώς και η ισχυρή δέσμευση της ΕΚΤ να συνεχίσει τις παρεμβάσεις επί όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για την εκπλήρωση του στόχου του πληθωρισμού, αλλά και για τη διασφάλιση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Μαρία Αλμπάνη και Σοφία Ανυφαντάκη: “Έρευνα και καινοτομία στην Ελλάδα”
Η μελέτη εξετάζει τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος έρευνας και καινοτομίας και τις δυνατότητές του να συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αρχικά παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο και γίνεται μια σύντομη επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας. Στη συνέχεια εξετάζονται οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το ελληνικό σύστημα καινοτομίας, ο ρόλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι τρέχουσες επιχειρηματικές συνθήκες. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ορισμένοι δείκτες για την ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της έρευνας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Τέλος, παρατίθενται κάποια συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής.
Παρά την πρόοδο που έχει σημειώσει τα τελευταία χρόνια, το εγχώριο σύστημα έρευνας και καινοτομίας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αδυναμίες που το εμποδίζουν να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Οι επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία δεν οδηγούν αναγκαστικά σε οικονομική ανάπτυξη. Για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση τόσο του ανθρώπινου όσο και του γνωσιακού κεφαλαίου, είναι απαραίτητες η ενθάρρυνση και ενίσχυση της έρευνας, η διάχυση της τεχνολογίας και η τόνωση της επιχειρηματικότητας.
Συγκεκριμένα, κρίνεται σκόπιμη η επιδίωξη στενότερης διασύνδεσης μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων ή ερευνητικών κέντρων, ώστε τα πλεονεκτήματα του ελληνικού συστήματος παραγωγής έρευνας και καινοτομίας να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά και να ενσωματωθεί η ερευνητική δραστηριότητα στην παραγωγική διαδικασία. Επιπλέον, σημαντική θα ήταν η παροχή κινήτρων ώστε το ερευνητικό δυναμικό να παραμείνει στην Ελλάδα και να ανακοπεί η παρούσα τάση φυγής του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Τέλος, προτείνεται η υιοθέτηση πολιτικών ενίσχυσης τόσο της υπάρχουσας όσο και της νεοφυούς καινοτόμου επιχειρηματικής δραστηριότητας, με τη δημιουργία κατάλληλων δομών υποστήριξής της, αλλά και την εξασφάλιση ευκολότερης πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Εν κατακλείδι, η ελληνική οικονομία χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος καινοτομίας, προκειμένου να προσεγγίσει το τεχνολογικό σύνορο και να εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Ένα τέτοιο σύστημα περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός απλού πλαισίου επιχειρηματικής ερευνητικής δραστηριότητας και εδράζεται στην επικοινωνία και τη δικτύωση μεταξύ εκείνων που παράγουν γνώση και εκείνων που τη μετασχηματίζουν σε καινοτόμα αγαθά και υπηρεσίες, με στόχο την εμπορική αξιοποίηση της ερευνητικής δραστηριότητας.
Νίκος Βέττας, Μιχάλης Βασιλειάδης, Μάνος Παπαδάκης και Κωνσταντίνος Πέππας: “Επιδράσεις μεταρρυθμίσεων στους τομείς διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών”
Την περίοδο 2010-2014 έλαβαν χώρα πλήθος ρυθμιστικών και νομικών παρεμβάσεων στην ελληνική οικονομία, οι οποίες αποσκοπούσαν στην αλλαγή της διάρθρωσης και του τρόπου λειτουργίας της και ειδικότερα στη μεταφορά παραγωγικών συντελεστών από κλάδους μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε κλάδους και δραστηριότητες με παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμη.
Η μελέτη καταγράφει τις αλλαγές στο κανονιστικό πλαίσιο πέντε κλάδων διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και τις μεταρρυθμίσεις με διακλαδική εμβέλεια για την υπό εξέταση περίοδο. Στη συνέχεια αποτιμά τις επιδράσεις τους στους συγκεκριμένους κλάδους και ειδικότερα το πόσο αποτελεσματικά συνδυάζουν οι επιχειρήσεις τους διαθέσιμους παραγωγικούς συντελεστές τους προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το παραγόμενο προϊόν τους, σε σύγκριση με την επίδοσή τους πριν από τις μεταβολές του ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας τους. Εξετάζεται δηλαδή η επίδραση των κλαδικών διαρθρωτικών αλλαγών στο επίπεδο της τεχνικής αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων κλάδων. Επιπλέον, εκτιμάται η επίδραση που ασκούν στην τεχνική αποτελεσματικότητα οι μεταρρυθμίσεις με διακλαδική εμβέλεια (“οριζόντιες” μεταρρυθμίσεις), καθώς και τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης και του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Προς το σκοπό αυτό, εκτιμήθηκε ένα οικονομετρικό υπόδειγμα στοχαστικού συνόρου παραγωγής (stochastic frontier model), στο οποίο η συνάρτηση παραγωγής είναι υπερλογαριθμικής μορφής. Προκύπτει ότι οι επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα στους κλάδους οδικών μεταφορών επιβατών και οδικών εμπορευματικών μεταφορών ήταν θετικές, σε αντίθεση με τις επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν στον κλάδο παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες ήταν αρνητικές. Στους υπόλοιπους δύο κλάδους οι επιδράσεις ήταν μη στατιστικά σημαντικές.
Η επίδραση που είχαν οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας στην τεχνική αποτελεσματικότητα εκτιμήθηκε ως στατιστικά σημαντική και θετική σε ορισμένους από τους εξεταζόμενους κλάδους. Η επιτάχυνση της ίδρυσης νέων επιχειρήσεων είχε θετικές επιδράσεις στην τεχνική αποτελεσματικότητα του κλάδου οδικών εμπορευματικών μεταφορών και αρνητικές επιδράσεις στον κλάδο οδικών μεταφορών επιβατών.
Σημειώνονται επίσης η θετική επίδραση της ηλικίας της επιχείρησης στα επίπεδα τεχνικής αποτελεσματικότητας για όλους τους κλάδους πλην του κλάδου κρουαζιέρας-σκαφών αναψυχής, η αρνητική επίδραση της ύφεσης σε όλους τους κλάδους πλην των κλάδων παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικής ενέργειας και κρουαζιέρας-σκαφών αναψυχής και η θετική επίδραση της πιστωτικής επέκτασης στην τεχνική αποτελεσματικότητα των κλάδων κρουαζιέρας-σκαφών αναψυχής, οδικών εμπορευματικών μεταφορών και παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων σχετικά με τις επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη το σχετικά μικρό χρονικό διάστημα το οποίο είχε παρέλθει από την πραγματοποίησή τους έως το τέλος της περιόδου που κάλυψε η μελέτη και το οποίο πιθανόν να μην ήταν επαρκές για την πλήρη απόδοσή τους.
Τέλος, ως προς την κατάταξη των κλάδων με βάση τη διαστρωματική και διαχρονική μέση τεχνική αποτελεσματικότητα, την καλύτερη επίδοση κατά την εξεταζόμενη περίοδο 2001-2014 είχε ο κλάδος οδικών μεταφορών επιβατών, ακολουθούμενος από τους κλάδους κρουαζιέρας-σκαφών αναψυχής, οδικών εμπορευματικών μεταφορών, παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικής ενέργειας και τυχερών παιγνίων-καζίνο.
Αικατερίνη Χαιρέτη: “Λογαριασμοί νοικοκυριών κατά περιφέρεια για τα έτη 2000-2014”
Η παρούσα μελέτη εξετάζει την πορεία των περιφερειακών λογαριασμών νοικοκυριών κατά το διάστημα 2000-2014 και για τις επιμέρους υποπεριόδους 2000-2007 και 2008-2014. Στόχος της είναι η διενέργεια διαπεριφερειακών συγκρίσεων ανά λογαριασμό, ώστε να καταδειχθεί, κατά το δυνατόν, η πορεία των εξεταζόμενων μεγεθών σε σχέση με το βαθμό ειδίκευσης κάθε περιφέρειας ανά τομέα ή/και κλάδο παραγωγής.
Στην αρχή παρουσιάζονται συνοπτικά η έννοια, η δομή, η μεθοδολογία, οι πηγές και ο σκοπός της κατάρτισης των περιφερειακών λογαριασμών νοικοκυριών. Στη συνέχεια απεικονίζονται τα οικονομικά μεγέθη και πιο συγκεκριμένα οι απόλυτοι αριθμοί σε επίπεδο μέσων όρων ανά εξεταζόμενο χρονικό διάστημα, οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής, η ποσοστιαία συμμετοχή στα αντίστοιχα συνολικά μεγέθη της οικονομίας και επιλεκτικά η ποσοστιαία συμμετοχή κλάδων στα αντίστοιχα συνολικά μεγέθη της περιφέρειας. Συνεξετάζονται βασικά οικονομικά μεγέθη, όπως η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και η απασχόληση. Επίσης, παρατίθενται στοιχεία αφίξεων επιβατών εξωτερικού στους αερολιμένες των περιφερειών, καθώς και πληθυσμού, έτσι ώστε να διαφανεί η συμβολή των μη κατοίκων στο εγχώριο διαθέσιμο εισόδημα και στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών. Τέλος, παρατίθενται στοιχεία δηλωθέντων εισοδημάτων και φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ανά περιφέρεια και σε επίπεδο συνόλου οικονομίας, για την περίοδο 2004-2010, προς ενίσχυση των εξαχθέντων συμπερασμάτων.
Διαπιστώνεται ότι οι μεταβολές των μέσων όρων των υπό εξέταση μεγεθών μεταξύ των δύο υποπεριόδων εμφανίζουν σημαντικές διακυμάνσεις ανά περιφέρεια, αντανακλώντας το βαθμό ειδίκευσης της κάθε περιφέρειας στους βασικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, τα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού της κάθε περιφέρειας, τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εκεί και τις δημογραφικές μεταβολές. Οι επιπτώσεις της κρίσης αποτυπώνονται σε όλα τα υπό εξέταση μεγέθη.
Κέρδος online 23/1/2018 13:29