Στην περίπτωση της Ελλάδας, η άνθηση των καινοτόμων ιδεών ήρθε με την οικονομική κρίση και έγινε πιο αισθητή από το 2013 και μετά, ειδικά μετά την επιτυχία ...
Της Βασιλικής Κουρλιμπίνη
Η διεθνής εμπειρία δείχνει πως μόλις μία στις δέκα καινοτόμες επιχειρήσεις καταφέρνει να επιβιώσει και να αναπτύξει το business plan της, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Στην ελληνική περίπτωση τα πράγματα για τις startups δείχνουν να είναι ακόμα πιο περίπλοκα, κυρίως λόγω των δυσκολιών πρόσβασης στη χρηματοδότηση, αλλά και του κατά κανόνα αφιλόξενου περιβάλλοντος για την ανάπτυξη των ιδεών και το στήσιμο μιας νεοφυούς επιχείρησης, παρά τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη της καινοτομίας.
Παρά τα εμπόδια, εντούτοις, οι προοπτικές για το μέλλον της εγχώριας startup σκηνής και την προσέλκυση κεφαλαίων δεν είναι αρνητικές. Κάθε άλλο μάλιστα. Σύμφωνα με το τελευταίο report της πλατφόρμας τεχνολογίας και καινοτομίας Found.ation, η οποία έχει γίνει γνωστή ως κόμβος για startups, ως επιταχυντής ψηφιακού μετασχηματισμού για επιχειρήσεις και ως τεχνολογική εκπαιδευτική κυψέλη, οι ελληνικές startup εταιρείες επιτυγχάνουν χρόνο με τον χρόνο όλο και μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις, ενώ φαίνεται πως σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες είναι πλέον διαθέσιμες στους Έλληνες ιδρυτές νέων νεοφυών επιχειρήσεων που αναζητούν κεφάλαια.
Είναι ενδεικτικό πως οι ελληνικές καινοτόμες επιχειρήσεις συγκέντρωσαν το 2018 κεφάλαια ύψους 116,5 εκατ. ευρώ, ακόμα υψηλότερα σε σύγκριση με το 2017, οπότε επενδύθηκαν περίπου 100 εκατ. ευρώ. Τα περισσότερα κεφάλαια προήλθαν από venture capitals. Σημειώνεται πως την περίοδο 2010-2016 οι επενδύσεις ανέρχονταν σε μόλις 200 εκατ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ αναμένεται να διοχετευθούν στα επόμενα χρόνια σε ελληνικές startups και εταιρείες μέσω του επενδυτικού προγράμματος EquiFund, που συνδυάζει ευρωπαϊκούς, εθνικούς, αλλά και ιδιωτικούς πόρους. Οι τομείς των βιοεπιστημών, της κοινωνικής δικτύωσης, της ψυχαγωγίας και του τουρισμού είναι οι δημοφιλέστεροι ανάμεσα σε startups που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής τους. Σύμφωνα, ακόμα, με στοιχεία που συγκέντρωσε το Found.ation, η Ελλάδα ανέβηκε 28 θέσεις στην κατηγορία "Founders Choise". Ειδικότερα, το 2018 η Αθήνα επιλέχθηκε από το 1,67% των founders της Ευρώπης, καταλαμβάνοντας την 32η θέση.
Όπως έδειξε η έκθεση της Found.ation για το 2018, το Τop-10 των startups με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση ήταν οι εξής: Workable (43,83 εκατ. ευρώ), Softomotive (21,75 εκατ. ευρώ)
Viva Wallet (15 εκατ. ευρώ), Blueground (10,44 εκατ. ευρώ), Hellas Direct (7 εκατ. ευρώ), Pollfish (5,48 εκατ. ευρώ), Balena (4,35 εκατ. ευρώ), METIS (4 εκατ. ευρώ), Centaur Analytics (2,5 εκατ. ευρώ), Home-Made (2 εκατ. ευρώ).
Στη λίστα με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση τα τελευταία χρόνια φιγουράρουν οι Persado (83,6 εκατ. ευρώ), Workable (73,83 εκατ. ευρώ), Hellas Direct (23,8 εκατ. ευρώ), Softomotive (21,75 εκατ. ευρώ), Blueground (17,38 εκατ. ευρώ), Metamaterial Technologies (16,26 εκατ. ευρώ), Balena (15,13 εκατ. ευρώ), Viva Wallet (15 εκατ. ευρώ), Book'n'Bloom (12,55 εκατ. ευρώ) και Pollfish (7,76 εκατ. ευρώ).
Οι ιδέες που ξεχώρισαν
Τα ηνία στη χρηματοδότηση διατηρεί η Persado, η οποία μέχρι στιγμής έχει συγκεντρώσει 83,6 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στην αυτοματοποίηση ενεργειών μάρκετινγκ, έχει έδρα στη Νέα Υόρκη, διατηρεί όμως τμήμα έρευνας και ανάπτυξης στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 2012, δημιουργώντας μια τεχνολογία που ονομάζεται "persuasion automation" (αυτοματοποιημένη πειθώ) και που μετατρέπει τη χειροκίνητη δημιουργία διαφημιστικών μηνυμάτων σε μια αυτόματη διαδικασία, η οποία, εκμεταλλευόμενη λογισμικά διαχείρισης δεδομένων, δημιουργεί και επιλέγει τα πιο κατάλληλα μηνύματα για μια επικοινωνιακή καμπάνια μάρκετινγκ.
Άλλο επιτυχημένο παράδειγμα καινοτομίας είναι η Workable, που επίσης ιδρύθηκε το 2012 και έχει συγκεντρώσει συνολικά 30 εκατομμύρια ευρώ από οκτώ επενδυτές. Η Workable, η οποία αποτελεί πλατφόρμα για τη διαχείριση των προσλήψεων σε μια επιχείρηση, χρησιμοποιείται από 6.000 εταιρείες σε 88 χώρες σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ των εταιρειών που χρησιμοποιούν την πλατφόρμα της Workable είναι η IBM, η Ryanair και η Porsche.
Ανάμεσα στα deals που ξεχώρισαν συμπεριλαμβάνεται η περίπτωση της Innoetics, που δραστηριοποιείται στον χώρο των εφαρμογών μετατροπής κειμένου σε λόγο (text-to-speech) και εξαγοράστηκε τον Ιούλιο από τη Samsung Electronics έναντι περίπου 30 εκατ. ευρώ, αλλά και της εταιρείας mobile εφαρμογών Quizdom –του παιχνιδιού γνώσεων, το οποίο έχει γίνει και τηλεπαιχνίδι ("Quizdom The Sho"w)– από τον γερμανικό όμιλο friends4media Group. Σε γερμανικούς ομίλους έχουν καταλήξει και άλλες ελληνικές startups, όπως η Avocarrot, που εξαγοράστηκε το 2016 από την Glispa Global Group έναντι 17,85 εκατ. ευρώ, και η e-food, που εξαγοράστηκε από την Delivery Hero.
Η εξαγορά της ελληνικής startup Incrediblue, η οποία ξεκίνησε το 2013 από τον Βόλο ως μια από τις πρώτες πλατφόρμες online κράτησης για ενοικίαση σκαφών στην Ευρώπη, από τον ισπανικό όμιλο Nautal συγκαταλέγεται επίσης στη λίστα των επιτυχημένων deals. Η ιδέα συνδύαζε τη δυνατότητα διακοπών με σκάφος με την επίσκεψη σε μερικούς από τους πιο δημοφιλείς ελληνικούς προορισμούς, όπως Κυκλάδες, Κρήτη, Ιόνιο, Σποράδες και Αργοσαρωνικό. Επεκτάθηκε επίσης στην Κροατία, την Τουρκία και την Ισπανία, εντούτοις η Ελλάδα συνέχιζε να βρίσκεται στο κέντρο της αναπτυξιακής της στρατηγικής. Μέσα στα περίπου πέντε χρόνια λειτουργίας της, συγκέντρωσε από τρεις επενδυτικούς γύρους χρηματοδότηση ύψους 2,2 εκατ. δολαρίων από μεγάλα ευρωπαϊκά ταμεία και κεφάλαια του Λονδίνου (η εταιρεία έχει την έδρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 2015), με στόλο πάνω από 1.000 σκάφη, από ιστιοπλοϊκά και καταμαράν με πλήρωμα μέχρι μεγάλα πολυτελή μηχανοκίνητα σκάφη.
Η εξαγορά αφορά το 100% της Incrediblue, ωστόσο το τίμημα της συμφωνίας δεν ανακοινώθηκε. Οι δύο εταιρείες μαζί διαχειρίζονται αυτήν τη στιγμή πάνω από το 90% του διαθέσιμου στόλου σκαφών αναψυχής στις μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης.
Τα νέα σχέδια της Beat
Η TAXIBEAT παραμένει έως σήμερα για την Ελλάδα η πιο επιτυχημένη ιστορία startup, καθώς ξεκίνησε με ένα αρχικό κεφάλαιο 40.000 ευρώ και πουλήθηκε στον κολοσσό της Daimler έναντι 43 εκατ. ευρώ, πετυχαίνοντας μια από τις μεγαλύτερες συμφωνίες εξαγοράς ελληνικής νεοφυούς επιχείρησης τα τελευταία χρόνια. Συνεχίζει να προκαλεί εντύπωση το πώς γεννήθηκε η ιδέα το 2011, όταν ο ιδρυτής του, Νίκος Δρανδάκης, ο οποίος επί σειρά ετών εργαζόταν ως σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα τεχνολογίας και νέων μέσων, βρέθηκε σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Κηφισιάς και προσπαθούσε να βρει ταξί. Η αδυναμία αυτή γέννησε την ιδέα της δημιουργίας ενός app με το οποίο ο χρήστης θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί.
Το καλοκαίρι η Beat ανακοίνωσε πως επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε ακόμα μία πόλη της Νοτίου Αμερικής, την Μπογκοτά. Με περισσότερους από 2,5 εκατομμύρια εγγεγραμμένους χρήστες και περίπου 100.000 εγγεγραμμένους οδηγούς αποκλειστικά στις πόλεις Λίμα (Περού) και Σαντιάγκο (Χιλή), το Beat λάνσαρε την υπηρεσία και στην πρωτεύουσα της Κολομβίας.
Έχει, δε, επιτύχει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 100% κατά τα τελευταία χρόνια και κάθε χρόνο διπλασιάζει τον αριθμό των διαδρομών που πραγματοποιούνται μέσω της εφαρμογής της. Ταυτόχρονα, έχει διπλασιάσει και τις θέσεις εργασίας της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 2017, οπότε και ολοκληρώθηκε η εξαγορά της από την Daimler, η Beat είχε λιγότερους από 150 εργαζομένους, ενώ σήμερα απασχολεί 400 άτομα και ο αριθμός τους διαρκώς αυξάνεται. Το 50% των εργαζομένων της Beat βρίσκεται στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στην Αθήνα. Σύμφωνα με την εταιρεία, στην ελληνική πρωτεύουσα συνεργάζονται με την Beat πάνω από 5.000 οδηγοί ταξί σε μηνιαία βάση.
20 εκατ. δολάρια για την Blueground
Αποτελεί μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες εταιρείες στον χώρο της φιλοξενίας-τεχνολογίας διεθνώς και πριν από έναν μήνα περίπου ολοκλήρωσε ακόμα έναν κύκλο χρηματοδότησης, ύψους 12 εκατ. δολαρίων, αγγίζοντας πλέον τα 20 εκατ. δολάρια συνολικής χρηματοδότησης.
Η τελευταία επένδυση αποτελεί τον τέταρτο και μεγαλύτερο γύρο χρηματοδότησης, στον οποίο συμμετείχαν επενδυτές παγκοσμίου βεληνεκούς. Το ευρωπαϊκό fund VentureFriends ηγήθηκε του γύρου χρηματοδότησης, ενώ συμμετείχαν, ακόμα, το αμερικανικό fund Endeavor Catalyst και το Jabbar Internet Group με έδρα τη Μέση Ανατολή. Με τη νέα χρηματοδότηση, η Blueground θα επενδύσει στην επέκταση των εργασιών της τόσο στις υπάρχουσες πόλεις όπου δραστηριοποιείται όσο και σε νέες αγορές.
Σήμερα η Blueground έχει στο χαρτοφυλάκιό της πάνω από 1.500 υψηλής ποιότητας διαμερίσματα σε εννέα πόλεις, σε τρεις ηπείρους (Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Ντουμπάι, Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Σικάγο, Ουάσινγκτον, Σαν Φρανσίσκο και Λος Άντζελες). Η εταιρεία απασχολεί συνολικά 220 εργαζομένους. Όπως σημειώνει, όραμα και στόχος της Blueground είναι να δραστηριοποιείται σε 50 πόλεις με 50.000 ακίνητα μέχρι το 2023.